- νόστῳ
- νόστοςreturn homemasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νοστώ — (I) νοστῶ, έω (Α) [νόστος] 1. (συν. στον Ομ.) επιστρέφω στο σπίτι μου ή στην πατρίδα μου (α. «οἴκαδε νοστήσας», Ομ. Ιλ. β. «οὐκ ἄρ ἔμελλον ἐγώ γε νοστήσας οἰκόνδε φίλην ἐς πατρίδα γαῑαν εὐφρανέειν ἄλοχόν τε φίλην», Ομ. Ιλ.) 2. επανέρχομαι στα… … Dictionary of Greek
νοστῶ — νοστέω go pres subj act 1st sg (attic epic doric) νοστέω go pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόστωι — νόστῳ , νόστος return home masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανανοστώ — ἀνανοστῶ ( έω) (Α) [νοστῶ] επανέρχομαι στην πατρίδα μου, παλιννοστώ … Dictionary of Greek
κατανοστώ — κατανοστῶ, έω (Α) επανέρχομαι από την εξορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νοστῶ «επιστρέφω»] … Dictionary of Greek
μετανοστώ — μετανοστῶ, έω (Μ) γυρίζω πίσω, επιστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + νοστῶ «επιστρέφω»] … Dictionary of Greek
νόστος — ο (Α νόστος) επιστροφή ξενιτεμένου στην πατρίδα, παλινόστηση («Ὀδυσσεὺς ὤλεσε τηλοῡ νόστον Ἀχαιΐδος», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (γενικά) επάνοδος 2. ταξίδι, πλους 3. (για σιτάρι) σοδειά, συγκομιδή 4. (για φαγητό) νοστιμιά 5. (το αρσ. ως κύριο όν.) Νόστοι… … Dictionary of Greek
περινοστώ — έω, ΜΑ 1. γυρίζω εδώ κι εκεί («οἱ περινοστήσαντες τὴν οἰκουμένην Ἀπόστολοι», Κλήμ.) 2. επισκέπτομαι, περιοδεύω 3. εξετάζω, ερευνώ προσεκτικά («τὴν θείαν περινοστοῡντες γραφήν», Θεοδώρ.) αρχ. τριγυρίζω κάποιον για να τόν ξεγελάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
υπονοστώ — έω, ΜΑ πηγαίνω πίσω, επανέρχομαι, επιστρέφω («ἔδοξεν αὖθις ὑπονοστεῑν καὶ κατασκήπτειν εἰς τὰς τρίηρεις», Πλούτ.) μσν. εκκλ. (για την ανθρώπινη φύση μετά από τη λύτρωση) ανακτώ την αρχική μορφή μου αρχ. 1. (για σωρό ξύλων) υποχωρώ προς τα κάτω… … Dictionary of Greek